- έμπρακτος
- -η, -ο (AM ἔμπρακτος, -ον)Ι. νεοελλ.1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.»)2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» — μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένομσν.(νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείταιαρχ.-μσν.1. (για πρόσ.) δραστήριος, ενεργητικός2. αποτελεσματικόςαρχ.1. αυτός που μπορεί να εκτελεστεί2. ευνοϊκός3. έτοιμος, πρόθυμος4. αυτός που κατέχει αξίωμα ή αρχή5. αυτός από τον οποίο επιτρεπόταν να απαιτηθεί η πληρωμή χρέους6. φρ. «ἔμπρακτος ἡμερα» — αυτή κατά την οποία επιτρεπόταν να διενεργηθούν νομικές πράξεις. ΙΙ. επίρρ. εμπράκτωςμε πράξεις, με έργα, έμπρακτααρχ.-μσν.1. μεγαλοπρεπώς, επιδεικτικώς («προῆλθεν ἐμπράκτως μόνη χωρίς τοῡ ἀνδρὸς ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ», Θεοφάν.)2. στην πραγματικότητα, αληθινάαρχ.δραστηρίως ενεργητικώς.
Dictionary of Greek. 2013.